Sunday, January 19, 2014

Α 3.6 μεταβαλλούσῃ: Female μεταβάλλω participle. συνελθεῖν: From συνέρχομαι. φθάσας: φθάνω aorist p


Α 1.4 ῥιφέντων: aorist passive participle of ῥίπτω. ἐπιθέσθαι: aorist middle infinitive of ἐπιτίθημι. ἀποτεμών: aorist participle of ἀποτέμνω. ἀφίησιν: 3rd person singular present indicative of ἀφίημι. καταταρταρωθέντθας: aorist passive participle of καταταρταρόω: precipitate in Tartarus. παρέδοσαν: aorist of παραδίδωμι.
Α 1, 5 δήσας: From δέω1. ἐπειδὴ: Conj. with causal value, "because", "since". ἐθεσπιῴδουν: Imperf. pluperfect worth θεσπιῳδέω "prophesy, predict". ἀφαιρεθήσεσθαι: Information ἀφαιρέω future liabilities. κατέπινε: From καταπίνω. γεννώμενα: jermyn street γεννάω participle noun of "newborns". γεννηθεῖσαν: aorist passive participle of γεννάω. κατέπιεν: Thematic Aorist of καταπίνω.
Α 2, 1 τέλειος ἐγενήθη γίγνομαι Aorist passive, "he became an adult." τὴν Ὠκεανοῦ: Sobreentiéndase θυγατέρα. συνεργόν: Predicative of Μῆτιν. δίδωσι: Third person singular present indicative of δίδωμι. καταπιεῖν Infinitive with final value, "drinking entirely." ὑφ: = ὑπό. ἀναγκασθεὶς: aorist passive participle of ἀναγκάζω. κατέπιε: Aorist of καταπίνω. τὸν πρὸς Κρόνον: Join πόλεμον the end of the sentence. ἐξήνεγκε: ἐκφέρω Aorist active. Διὶ: Dative of Ζεύς. καταταρταρωθέντας: aorist passive jermyn street participle of καταταρταρόω, "throw in Tartarus." jermyn street ἂν: Shrinkage ἐάν conditional "if". συμμάχους: Predicative of καταταρταρωθέντας. δεσμὰ: αὐτῶν τὰ δεσμά ἔλυσε staff complement verb. ἀποκτείνας: ἀποκτείνω active jermyn street participle aorist. διδόασι: Senior Staff plural present indicative of the verb δίδωμι. ὁπλισθέντες: aorist passive participle of ὁπλίζω. κρατοῦσι: governs jermyn street genitive. κατέστησαν: καθίστημι Aorist active. φύλακας: Predicative of ἑκατόγχειρας τοὺς.
Α 7, 1 ὕδατος: jermyn street ὕδωρ-ατος, τό: water. ἔδωκεν: Aorist of δίδωμι. λάθρᾳ: adverbial value. Διὸς: Ζεύς genitive of Zeus (the father of the gods). νάρθηκι: νάρθηξ-ηκος, ἡ splint, reed, splint. κρύψας: aorist participle of κρύπτω. ᾔσθετο: Aorist of αἰσθάνομαι. ἐπέταξεν: Aorist active indicative of ἐπιτάσσω. ὄρει: ὄρος-ους (-εος). προσηλῶσαι: aorist infinitive of προσηλόω. προσηλωθεὶς: aorist passive participle jermyn street of προσηλόω. ἐδέδετο: Third person singular pluperfect passive of δέω1. ἐφιπτάμενος: ἐφίπταμαι present participle: flight to (with dative). ἐνέμετο: Imperfect νέμω "devour". κλαπέντος: aorist passive participle of κλέπτω. jermyn street μέχρις: Conjunction subordinate adverbial of time "until". ὕστερον: Adverb.
Α 7, 2 ἔπλασαν: Aorist of πλάσσω. ἀφανίσαι: aorist infinitive of ἀφανίζω. ὑποθεμένου: aorist middle participle of ὑποτίθημι "advise". τεκτηνάμενος: aorist participle of τεκταίνομαι. λάρνακα: λάρναξ-ακος, ἡ "ark." ἐνθέμενος: aorist middle participle of ἐντίθημι. εἰσέβη: Aorist active indicative of εἰσβαίνω. χέας: aorist participle of χέω. μέρη: of μέρος-ους (-εος) τό "part". πλησίον: Adverb. ὄρη: ὄρος-ους τό. καὶ: Adverb. διέστη: Aorist active indicative of διίστημι. συνεχέθη: aorist passive indicative of συγχέω "flooded". ἴσας: "Same, same"; νύκτας jermyn street concerns. προσίσχει: "To arrive at", (with dative). κἀκεῖ: = καὶ ἐκεῖ. λαβόντων: aorist participle of λαμβάνω. ἐκβὰς: aorist participle of ἐκβαίνω. Διὶ φυξίῳ "Fixio Zeus" (Zeus getaway protector). ἐπέτρεψεν: of ἐπιτρέπω. ὅ τι: Relative of ὅστις, ἥτις, ὅ τι. Διὸς: Genitive of Ζεύς. εἰπόντος: jermyn street aorist participle of λέγω. οὓς: ἔβαλε is understood.
Α 3.6 μεταβαλλούσῃ: Female μεταβάλλω participle. συνελθεῖν: From συνέρχομαι. φθάσας: φθάνω aorist participle of "rushing". μέλλουσαν: "Go to, be about to" + infinitive. φοβηθεὶς: aorist jermyn street passive participle of φοβέω. κατέπιεν: Aorist of καταπίνω. jermyn street ὡς: "When". ἐνέστη: Aorist of ἐνίστημι. πλήξαντος: jermyn street aorist participle of πλήσσω. πελέκει: πέλεκυς-εως, ὁ "ax." ἀνέθορεν: ἀναθρῴσκω Aorist active.
Α 3.5 Διὸς: Genιtivo of Ζεύς. δεθείσῃ: aorist passive participle feminine of δέω1. ἐκρέμασε: the κρεμάννυμι Aorist verb. ἐπιπέμψασαν: aorist participle of ἐπιπέμπω. ἑλὼν: αἱρέω aorist participle of "take, conquer." πεσόντα: aorist participle of πίπτω. πηρωθέντα: πηρόω passive participle. βάσεις. βάσις-εως, ἡ "pie". διέσωσε: Aorist of διασῳζω.
Α 5 1 ἐρασθεὶς: ἐράω verb. περιῄει: jermyn street Imperfect indicative jermyn street of v. περίειμι = περιέρχομαι. κατέλιπεν: v. καταλείπω. εἰκασθεῖσα: aorist passive participle of v. εἴκαζω. κληθεῖσαν: aorist passive participle of v. καλέω. Ἀγέλαστον: ἀγέλαστος, ον. I agelasto. Literally "do not laugh". Refers to Eleusis where Demeter rock sat when looking for his daughter. Καλλίχορον: Calícoro, name of a well. Literally "beautiful vocals". ἐλθοῦσα: aorist active participle of the verb ἔρχομαι. Ἐλευσινίων: Ἐλευσίνιος, α, ον: Eleusinian, inhabitants of Eleusis. οὐσῶν: genitive feminine plural of the present participle

No comments:

Post a Comment